Ο Ιανός στην εθνική κλιματική και ενεργειακή μας πολιτική

"Αν δεν κάνουμε κάτι, σε δέκα χρόνια από σήμερα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα κάνουν τον μεσογειακό κυκλώνα Ιανό να μοιάζει μικρός". Γράφει ο Υπεύθυνος Τομέα Κλίματος & Ενέργειας, WWF Ελλάς, Δημήτρης Ιμπραήμ.

Δημοσίευση:

Καθώς παρακολουθώ από την ασφάλεια του σπιτιού μου τις ανυπολόγιστες καταστροφές σε Καρδίτσα και Κεφαλονιά και ενώ χιλιάδες άνθρωποι θρηνούν θύματα και κατεστραμμένες ζωές, δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου αυτήν τη σκέψη: Αν δεν κάνουμε κάτι, σε δέκα χρόνια από σήμερα, όταν ένα παιδί που τώρα μπαίνει στο δημοτικό θα ετοιμάζεται πλέον για Πανελλήνιες, η κατάσταση θα είναι μη αναστρέψιμη. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα όχι μόνο δεν θα έχουν περιοριστεί, αλλά θα έχουν αυξηθεί τόσο πολύ σε συχνότητα και ένταση, που θα κάνουν τον μεσογειακό κυκλώνα Ιανό να μοιάζει μικρός και εμάς να αναπολούμε τις μέρες του 2020 που νιώθαμε ασφαλείς.

Ως άτομο, νιώθω μία ακατανόητη αισιοδοξία ότι μπορώ να αντιμετωπίσω ένα τέτοιο σενάριο. Με κυριεύει όμως τρόμος μπροστά στη σκέψη ότι όχι μόνο εκθέτω τα σημερινά παιδιά σε δεκάδες ή εκατοντάδες (πολύ ισχυρότερους) μελλοντικούς Ιανούς, αλλά τα φορτώνω και με την ευθύνη να λύσουν ένα πρόβλημα που θα είναι άλυτο όταν φτάσουν στην ηλικία μου, επειδή η γενιά μου δεν προσπάθησε σοβαρά να το αντιμετωπίσει.

Η επιστημονική κοινότητα μάς προειδοποιεί ότι βρισκόμαστε εν μέσω μίας επικίνδυνης κλιματικής κρίσης, όμως παράλληλα μας δείχνει και τον δρόμο για να την αντιμετωπίσουμε. Χρειάζεται να μειώνουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 7,6% κάθε χρόνο έως το 2030 (σχεδόν όσο θα μειωθούν το 2020 λόγω της πανδημίας για να αντιληφθούμε το μέγεθος της πρόκλησης). Αν είχαμε αναλάβει δράση την περασμένη δεκαετία, ο αντίστοιχος στόχος θα ήταν αισθητά μικρότερος: 3,3%. Κάθε μέρα που χάνουμε, μας οδηγεί πιο κοντά στην κατάρρευση του κλιματικού συστήματος και ένα δυστοπικό μέλλον.

Τα καλά νέα είναι ότι, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, προλαβαίνουμε να το αποτρέψουμε. Οι περισσότερες τεχνολογικές λύσεις είναι ήδη ώριμες και ανταγωνιστικές -τουλάχιστον όσες χρειαζόμαστε για να μειώσουμε τώρα το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών μέχρι να ωριμάσουν και οι τεχνολογίες για πιο «δύσκολους» τομείς (π.χ. αεροπορικές μεταφορές, ναυτιλία, βαριά βιομηχανία). Η προστασία και η αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων μπορεί να θωρακίσει τη χώρα απέναντι στις επιπτώσεις των μελλοντικών ακραίων καιρικών φαινομένων. Οι κοινωνίες σε όλο τον κόσμο ζητούν επίσης επιτακτικά θετικές λύσεις και δηλώνουν πρόθυμες να προχωρήσουν σε δραστικές αλλαγές στην καθημερινότητά τους, όπως άλλωστε δείχνουν και έμπρακτα στην αντιμετώπιση της πανδημίας σήμερα. Από μόνα τους όμως τα παραπάνω δεν αρκούν. Απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση που θα επιταχύνει την απεξάρτηση από τις υφιστάμενα έργα ορυκτών καυσίμων και θα ακυρώσει τα σχέδια για νέα.

Σε αυτό το σημείο κρύβεται μία σημαντική διάκριση. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα ορυκτά καύσιμα στήριξαν την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού από τη βιομηχανική επανάσταση μέχρι και σήμερα. Προκάλεσαν όμως -μεταξύ άλλων- και την κλιματική κρίση. Και ενώ αυτό μπορεί να θεωρείται ιστορικά αναγκαίο, δεν μπορεί να είναι πλέον αποδεκτό, ιδίως όταν αφενός υπάρχουν οι εναλλακτικές, αφετέρου η περαιτέρω χρήση των ορυκτών καυσίμων θα επιδεινώσει εκθετικά την κλιματική κρίση.

Με άλλα λόγια, η ιστορική και η ηθική ευθύνη των σημερινών πολιτικών ηγεσιών που επιλέγουν να συνεχίσουν την εκμετάλλευση των υφιστάμενων κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων -ή, ακόμα χειρότερα, να προωθήσουν την ανακάλυψη νέων- είναι πολύ μεγαλύτερη.

Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και οι προκάτοχοί της την περασμένη δεκαετία, υστερεί σημαντικά σε αυτό το σημείο. Αν και ανακοίνωσε φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των ρυπογόνων λιγνιτικών μονάδων και ενισχυμένους στόχους για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030, προωθεί επιθετικά εξορύξεις υδρογονανθράκων, μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και αγωγούς ορυκτού αερίου. Την ίδια στιγμή, δείχνει να αγνοεί ότι η διαχείριση, η προστασία και η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων μειώνουν έμμεσα τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αλλά κυρίως τα κάνουν πιο ανθεκτικά στην κλιματική κρίση, προστατεύοντας έτσι και την άγρια ζωή καθώς και τη δημόσια υγεία και τις τοπικές κοινωνίες από μελλοντικές φυσικές καταστροφές και προκλήσεις που συνδέονται με την κλιματική κρίση.

Ανεξάρτητα από την αρνητική οικονομική προοπτική αυτών των έργων, το πρόβλημα παραμένει καθαρά κλιματικό. Η ατμόσφαιρα δεν «χωρά» περισσότερες συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου. Αν η Ελλάδα όχι απλά δεν απεξαρτηθεί οριστικά από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά αντίθετα προχωρήσει στην παραγωγή νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, τελικά συναινεί έμπρακτα σε ένα μέλλον, στο οποίο η θερμοκρασία αυξάνεται έως και κατά 4 βαθμούς μέσα στις επόμενες δύο γενιές.

Δυστυχώς, ούτε η σημερινή πολιτική ηγεσία δείχνει να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Πολύ πρόσφατα μάλιστα, πανηγύριζε για τη δημιουργία περιφερειακού, διακρατικού οργανισμού που θα προωθεί την παραγωγή, μεταφορά και κατανάλωση νέων κοιτασμάτων ορυκτού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επιδίωξη για σταθερότητα και ασφάλεια των λαών σε μία γεωπολιτικά ευαίσθητη περιοχή, στη βάση ενός εύφλεκτου (κυριολεκτικά και μεταφορικά) πόρου, είναι αφόρητα ειρωνική. Η προσδοκία ότι έργα ορυκτού αερίου που ίσως λειτουργήσουν μετά το 2030, θα στηρίξουν την οικονομική προοπτική της χώρας, αποτελεί μέρος της κοντόφθαλμης ενεργειακής μας πολιτικής που τόσο ακριβά μας έχει κοστίσει (βλ. Πτολεμαΐδα 5). Οι πανηγυρισμοί όμως για ένα πολιτικό αποτέλεσμα που οξύνει την κλιματική κρίση, την ώρα που η χώρα μετρά ακόμα τις πληγές της από τον Ιανό, είναι τουλάχιστον ατυχής.

Αν ο Ιανός, όπως και οι πυρκαγιές στην Καλιφόρνια και τη Σιβηρία, συμβαίνει επειδή η θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά μόλις 1,1oC, ας αναλογιστούμε για μία στιγμή τι θα συμβεί αν αυξηθεί κατά 2, 3 ή και 4 βαθμούς Κελσίου. Έχουμε ακόμη περιθώριο να αποτρέψουμε αυτό το εφιαλτικό μέλλον, αρκεί να αποκτήσουμε μια συνεκτική και φιλόδοξη κλιματική πολιτική με τολμηρά μέτρα και αποφάσεις που θα εφαρμόζονται από αύριο κιόλας. Θα χρειαστεί όμως το καλό πρόσωπο της κυβέρνησης. Τον Οκτώβριο, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες συζητήσουν την αναβάθμιση των ευρωπαϊκών κλιματικών στόχων έως το 2030, θα έχει μία εξαιρετική ευκαιρία για να το δείξει.

* Τα έργα σε ορυκτό αέριο και οι εξορύξεις έχουν μεγάλη ένταση κεφαλαίου και καθώς η κλιματική πολιτική γίνεται πιο φιλόδοξη και η καθαρή ενέργεια ολοένα και πιο ανταγωνιστική, τα έργα υδρογονανθράκων θα εμφανίσουν ζημιές πριν καν κάνουν απόσβεση.

Επικαιρότητα